- εκρηξιγενής
- ης, ες вулканический;
εκρηξιγενή πετρώματα — вулканические породы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκρηξιγενή πετρώματα — вулканические породы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκρηξιγενής — ές γεωλ. αυτός που προέρχεται από έκρηξη («εκρηξιγενή πετρώματα») … Dictionary of Greek
εκρηξιγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που προέρχεται από έκρηξη: Εκρηξιγενή πετρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
μάαρ — Μικρός εκρηξιγενής κρατήρας σε σχήμα χοάνης ή κυλίνδρου που δημιουργήθηκε στην επιφάνεια της Γης από μια έντονη έκρηξη αερίων που δεν συνοδεύτηκε από έκχυση λάβας. Το μ. περιβάλλεται συνήθως από ένα ανάχωμα με θραύσματα πετρωμάτων και μερικές… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek